Το «Despacito» μπήκε με και χωρίς πρόσκληση σε εμπορικά κέντρα, σε πόλεις και προάστια, σε πάρτι και μπάρμπεκιου, σε γαμήλιες δεξιώσεις, ακουστικά και ηχεία. Έγινε θέμα συζήτησης μετά τα πολιτικά, το ποδόσφαιρο.
Αυτή η υστερία δεν είναι πρωτόγνωρη, αυτό συμβαίνει με κάθε σουξέ, όποια εποχή κι αν εμφανίζεται ένα τραγούδι που γίνεται τεράστια επιτυχία. Απλώς, το καλοκαίρι είναι από μόνο του μια εποχή που συναγελάζεται με το εύκολο, με το δεκτικό, με εκείνο που φορά λίγα ρούχα, που δεν σε κάνει να πολυσκέφτεσαι.
Τα ίδια δεν είχαν γίνει, για παράδειγμα, με το «Macarena» του 1996 και «La Bamba» των Los Lobos το 1987 – όπου εκείνη τη χρονιά στη χώρα μας είχαμε και το μπασκετικό «The final Countdown»; Αυτή είναι η μοίρα των σουξέ, αυτό είναι το κάρμα που κουβαλούν μέσα στις παρτιτούρες τους όλες οι μεγάλες επιτυχίες που τραγουδά, ταυτόχρονα, όλος ο πλανήτης.
Η διαφορά είναι ότι το «Despacito» είναι το απόλυτο καλοκαιρινό τραγούδι -μέχρι το επόμενο- επειδή μιλά για πάθος, για φλόγα, το ακούς και φαντάζεσαι ιδρωμένα σεντόνια έπειτα από ολονύχτια «μάχη» επάνω τους. Έχει αισθησιασμό, μεταφέρει αυτούσια σεξουαλικά στερεότυπα που πεθαίνουν κάποιο καλοκαιρινό ξημέρωμα για να γεννηθούν, ξανά, την ίδια στιγμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου