H ενίσχυση των δημοσίων εσόδων και ο περιορισμός του παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων είναι εφικτό να συντελεστούν μέσα από μία προσεκτική επανεξέταση της φορολογίας των καπνικών προϊόντων.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα μελέτης του ΙΟΒΕ σχετικά με το πλαίσιο φορολόγησης των καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα.
Η νόμιμη αγορά καπνικών προϊόντων ακολουθεί συνεχή πτωτική πορεία με τη συνολική μείωση του όγκου των πωλήσεων την περίοδο 2009 - 2013 να φτάνει το 36% και της αξίας πωλήσεων το 52%.
Στο μεταξύ, σχετικές έρευνες καταγράφουν διόγκωση των πωλήσεων παράνομων τσιγάρων και χύμα καπνού, οι οποίες το 2014 εκτιμάται ότι καλύπτουν κατά μέσο όρο το 22% της συνολικής αγοράς καπνικών προϊόντων.
Μεταξύ 2009 και 2014, ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα τσιγάρα αυξήθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η συνολική φορολογική επιβάρυνση στα τσιγάρα πλησιάζει πλέον το 86% της Μέσης Σταθμισμένης Λιανικής Τιμής (ΜΣΛΤ).
Ακόμα μεγαλύτερη είναι η επιβάρυνση του λεπτοκομμένου καπνού (στριφτά τσιγάρα), η οποία ξεπερνά το 92% της ΜΣΛΤ του.
Ως αποτέλεσμα, σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ενωση των 28 η φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό της ΜΣΛΤ στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες σε όλες τις κατηγορίες καπνικών προϊόντων.
Παρά το γεγονός ότι την περίοδο 2009 - 2014 η συνολική φορολογική επιβάρυνση ανά φορολογική μονάδα καπνικών προϊόντων αυξήθηκε κατά 63%, τα έσοδα για το κράτος το 2014 αναμένονται χαμηλότερα από το 2009. Επιπλέον, οι σημαντικές αυξήσεις στους συντελεστές ΕΦΚ και ΦΠΑ δεν είχαν την αναμενόμενη απόδοση εσόδων καθώς συστηματικά παρουσίασαν αρκετά μεγάλες αποκλίσεις έναντι των στόχων του κρατικού προϋπολογισμού.
Παρόλα αυτά, η φορολογία των καπνικών προϊόντων εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές εσόδων για το κράτος: το 2013 περίπου 3,2 δις. ευρώ ή το 7,8% των συνολικών φορολογικών εσόδων εισέρρευσαν στα κρατικά ταμεία από τον ΕΦΚ και το ΦΠΑ καπνικών προϊόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου